- ὠλενοστρόφος
- ὠλενοστρόφος, ὁ,A mat-maker, PPetr.3p.173 (iii B. C.), BGU1528 (iii B. C.); toranus (leg. torarius) = ωλενος· τροφος, Gloss.: cf.
ὠλένη 3
and ὠλήν.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὠλένη 3
and ὠλήν.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωλενοστρόφος — ον, Α 1. αυτός με τον οποίο στρέφεται ο βραχίονας 2. αυτός που υφαίνει ψάθινους τάπητες. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠλένη «χέρι» και «ψάθα» + στρόφος (< στρέφω), πρβλ. νευρο στρόφος] … Dictionary of Greek